- ηρώισσα
- η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα)ηρωίδανεοελλ.το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και τής ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλ-ισσα)].
Dictionary of Greek. 2013.